- ατυχής
- -ές (AM ἀτυχής, -ές)δυστυχής, κακότυχοςνεοελλ.(για ενέργειες ή καταστάσεις) ανεπιτυχής, άστοχοςμσν.1. αυτός που φέρνει κακή τύχη και οδηγεί σε αποτυχία2. κακός, μοχθηρόςαρχ.αμέτοχος, άμοιρος («σοφίας οὐκ ἀτυχῆ» — που έχουν κάποια σοφία).[ΕΤΥΜΟΛ. ατυχής < α- στερ. + -τυχής < τύχη ή < έτυχον, αόρ. β' του τυγχάνω (πρβλ. δυστυχής, ευτυχής)άτυχος, μεταπλασμένος τ. του επιθ. ατυχής (πρβλ. δύστυχος < δυστυχής].
Dictionary of Greek. 2013.